- επερεθισμος
- ἐπερεθισμόςἐπ-ερεθισμόςὅ возбуждение, раздражение Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
επερεθισμός — ἐπερεθισμός, ο (Α) ερεθισμός, διέγερση που προκαλείται από κάτι … Dictionary of Greek
ἐπερεθισμόν — ἐπερεθισμός irritation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)